- λιποπάτορα
- λιποπάτωρdeserter of one's fathermasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιποπάτωρ — λιποπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ, τρός), πρβλ. φιλο πάτωρ] … Dictionary of Greek